Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: παραλλάσσω
1 εγγραφή
παραλλάσσω [paraláso] -ομαι Ρ2.2 : (λόγ.) παραλλάζω.

[λόγ. < αρχ. παραλλάσσω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες