Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- παράφραση η [paráfrasi] Ο33 : 1. ελεύθερη απόδοση του νοήματος γραπτού ή προφορικού λόγου. 2. παραλλαγή, προσαρμογή λόγων, φράσεων, ρήσεων για την εξυπηρέτηση εκφραστικών αναγκών. || (μουσ.) διασκευή μουσικού έργου.
[λόγ. < ελνστ. παράφρα(σις) -ση]



