Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- παράκτιος -α -ο [paráktios] Ε6 : που βρίσκεται ή που συμβαίνει κοντά σε ακτή θάλασσας: Παράκτιοι τουριστικοί σταθμοί. Παράκτια ναυσιπλοΐα / αλιεία. Παράκτια πυροβολεία.
[λόγ. < αρχ. παράκτιος]



