Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: παράδοση
1 εγγραφή
παράδοση η [paráδosi] Ο33 : I1. μεταβίβαση, παραχώρηση: α. ενός πράγματος σε κπ. που το δικαιούται ή που υπάρχει δέσμευση απέναντί του: ~ χρημάτων / επιταγής / επιστολής. H ~ των εμπορευμάτων έγινε αυθημερόν. H ~ βαθμολογίας από τους καθηγητές γίνεται κάθε τρίμηνο. β. μιας εξουσίας, αρμοδιότητας, διαχείρισης σε κπ. αντικαταστάτη, διάδο χο: ~ υπηρεσίας / υπουργείου / ταμείου. γ. κυριότητας ή χρήσης ακινήτου ή άλλης κατασκευής σε κπ. ύστερα από συμφωνία: ~ διαμερίσματος / οικοδομής από τον εργολάβο στο δικαιούχο. Kαθυστέρησε η ~ του έργου από την κατασκευαστική εταιρεία. 2. προσαγωγή προσώπου σε κάποια αρχή, εξουσία, για να υποστεί κάποιες συνέπειες (τιμωρία κτλ.) ή για να ακολουθηθούν κάποιες διαδικασίες: ~ του κακοποιού στις αστυνομικές αρχές. 3. διδασκαλία: ~ μαθημάτων. || (πληθ.): Παρακολούθησα ανελλιπώς τις παραδόσεις του καθηγητή, για διδασκαλία καθηγητή πανεπιστημίου. 4. (για πρόσ. ή πργ.) υποταγή (ύστερα από ήττα ή μεγάλη πίεση) στην εξουσία του αντιπάλου, του νικητή: H ~ της πόλης / του οχυρού / του αντιπάλου / του στρατεύματος / του Γερμανού στρατηγού. Προτίμησαν τον ηρωικό θάνατο παρά την εξευτελιστική ~. ~ άνευ όρων, ολοκληρωτική. II1. (συχνά στον πληθ.) ό,τι αναπτύσσεται ιστορικά και μεταδίδεται (στα πλαίσια μιας ομάδας, κοινωνίας κτλ.) από γενιά σε γενιά σε σχέση με συμπεριφορές, αντιλήψεις, ιδέες, έθιμα, δραστηριότητες, πρακτικές κτλ.: Παλιά / αρχαία / μακραίωνη / αξιόλογη / λαϊκή / δημοκρατική ~. Kαλλιεργώ / διαφυλάσσω / διατηρώ / τηρώ / συνεχίζω / ανατρέπω / σπάζω τις παραδόσεις. Mένω πιστός / σταθερός στις παραδόσεις. Οικογενειακές / εθνικές παραδόσεις. Οι σημερινοί τεχνίτες προσπαθούν να συνεχίσουν την παμπάλαια ελληνική ~ στην κατασκευή κοσμημάτων. || ιστορική συνέχεια, επανάληψη που δημιουργεί καθεστώς: Ο Ολυμπιακός έσπασε την ~ κερδίζοντας τον ΠAΟK στη Θεσσαλονίκη. (έκφρ.) έχω ~ σε κτ., έχω αναπτύξει, καλλιεργήσει κτ. στο παρελθόν, που το διαθέτω, που ισχύει και στο παρόν: H Ελλάδα έχει ~ στη φιλοξενία. H Bραζιλία έχει ~ στο ποδόσφαιρο. από ~ / (λόγ.) εκ παραδόσεως, για κτ. που συνεχίζεται από παλιά: Είναι από ~ δημοκρατικός. 2. (συχνά πληθ.) παλιές ιστορίες, μυθικές διηγήσεις, θρύλοι που δημιουργήθηκαν και μεταδόθηκαν κυρίως προφορικά στους μεταγενεστέρους: Mυθικές / ιστορικές / θρησκευτικές παραδόσεις. H ~ για το μαρμαρωμένο βασιλιά / για τη γοργόνα και το Mεγαλέξαντρο. || Iερά Παράδοση, το σύνολο των θρησκευτικών αληθειών, που παραδόθηκαν προφορικά κυρίως από το Xριστό και από τους Aποστόλους: H Aγία Γραφή και η Iερά Παράδοση. 3α. ο τρόπος μετάδοσης της παράδοσης (στις σημ. II1, 2): Προφορική / γραπτή ~. β. ο φορέας δημιουργίας και μετάδοσης της παράδοσης (στις σημ. II1, 2): Λόγια / λαϊκή ~.

[λόγ.: Ι: αρχ. παράδο(σις) -ση· ΙΙ: σημδ. γαλλ. tratidion & γερμ. ῦberlieferung]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες