Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πανοπλία
1 εγγραφή
πανοπλία η [panoplía] Ο25 : η αμυντική, προστατευτική περιβολή (από δέρμα, μέταλλο κτλ.) των πολεμιστών σε παλαιότερες εποχές (π.χ. το κράνος, θώρακας, κνημίδες κτλ.): Οι βαριές σιδερένιες πανοπλίες των ιπποτών.

[λόγ. < αρχ. πανοπλία]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες