Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: παλιομοδίτικος
1 item total
παλιομοδίτικος -η -ο [palomoδítikos] Ε5 : ως μειωτικός συνήθ. χαρακτηρισμός πράγματος παλαιάς, ξεπερασμένης μόδας· παλιοκαιρίσιος: Παλιομοδίτικα ρούχα.

[παλιο-Ι + μόδ(α) -ίτικος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go