Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: παλιάνθρωπος
1 item total
παλιάνθρωπος ο [palánθropos] Ο20α : άνθρωπος γενικά κακός, κακοήθης, αχρείος, άτιμος, ανέντιμος: Mε γέλασε ο ~. Ούτε να τον δω πια δε θέλω, τον παλιάνθρωπο. Έμπλεξε με κάτι παλιανθρώπους, απατεώνες και καταχραστές, που δεν είχαν ούτε ιερό ούτε όσιο πάνω τους. παλιανθρωπάκος ο YΠΟKΟΡ (με μετριαστική σημασία και συνήθ. περιπαικτικά) μπερμπάντης ή μικροαπατεώνας.

[παλι(ο)- + άνθρωπος· παλιάνθρωπ(ος) -άκος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go