Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: παλαιοντολογικός
1 item total
παλαιοντολογικός -ή -ό [paleondolojikós] Ε1 : α.που είναι σχετικός με την παλαιοντολογία: Παλαιοντολογικές έρευνες. Παλαιοντολογικά ευρή ματα. Παλαιοντολογικό μουσείο. β. (ειρ., μειωτ.) πολύ παλιός· προϊστορικός, πανάρχαιος, παμπάλαιος.

[λόγ. < γαλλ. paléontologique < paléonto log(ie) = παλαιοντολογ(ία) -ique = -ικός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go