Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: παιδαγωγικός
1 εγγραφή
παιδαγωγικός -ή -ό [peδaγojikós] Ε1 : που αναφέρεται στην αγωγή, στην προσπάθεια ενίσχυσης και ελέγχου της πνευματικής και ψυχικής ανάπτυξης των παιδιών: Nέες παιδαγωγικές μέθοδοι / θεωρίες. Παιδαγωγικά συστήματα. Παιδαγωγική επιστήμη. Παιδαγωγικές Σχολές. Παιδαγωγικό Iνστιτούτο. Εγχειρίδιο Παιδαγωγικής. || (ως ουσ.) η παιδαγωγική, η επιστήμη που αναφέρεται στην αγωγή των παιδιών και μελετά τους τρόπους και τα εκπαιδευτικά συστήματα με τα οποία αυτή επιτυγχάνεται: Tμήμα Φιλοσοφίας, Ψυχολογίας και Παιδαγωγικής της Φιλοσοφικής σχολής του πανεπιστημίου.

[λόγ. < ελνστ. παιδαγωγικός `κατάλληλος για εκπαιδευτή΄ σημδ. γαλλ. pédagogique (στη νέα σημ.) < pédagogie < αρχ. παιδαγωγία `εκπαίδευση των παιδιών΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες