Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- πάππος ο [pápos] Ο18 : (λόγ.) ο παππούς. (έκφρ.) πάππου προς πάππου, κατά τρόπο πατροπαράδοτο, κατά παράδοση.
[αρχ. & λόγ. < αρχ. πάππος (λ. νηπιακή)]
Ένα εγχείρημα του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας για την υποστήριξη της ελληνικής γλώσσας στη διαχρονία της: αρχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, νέα ελληνική αλλά και στη συγχρονική της διάσταση.
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[αρχ. & λόγ. < αρχ. πάππος (λ. νηπιακή)]
© 2006 - 2008 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας | Δικαίωμα Πνευματικής Ιδιοκτησίας | Όροι Χρήσης |