Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πάνσοφος
1 εγγραφή
πάνσοφος -η -ο [pánsofos] Ε5 : που είναι πάρα πολύ σοφός, πολυμαθής ή συνετός.

[λόγ. < ελνστ. πάνσοφος, αρχ. σημ.: `πολύ ικανός΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες