Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: πάγουρος
1 item total
πάγουρος ο [páγuros] Ο20α : I.(λαϊκότρ.) κάβουρας. II. (επιστ.) ονομασία για ορισμένα είδη δεκάποδων καρκινοειδών της θάλασσας, που εγκαθίστανται και ζουν μέσα σε άδεια όστρακα μαλακίων.

[I: αρχ. πάγουρος· II: λόγ. σημδ. νλατ. pagurus (στη νέα σημ.) < λατ. pagurus < αρχ. πάγουρος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go