Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ουσιαστικός
1 εγγραφή
ουσιαστικός -ή -ό [usiastikós] Ε1 : που αναφέρεται στην ουσία μιας έννοιας, στην ίδια ή στα κυριότερα στοιχεία της· ουσιώδης: Ουσιαστική διαφορά. α. πραγματικός, αληθινός και επομένως σημαντικός: Λόγια χωρίς ουσιαστικό περιεχόμενο. Δόμηση που γίνεται χωρίς ουσιαστικό κρατικό έλεγχο. Nα γίνει ~ ο ρόλος των πανεπιστημίων στην εκπόνηση των ερευνητικών προγραμμάτων. β. (σπάν.) απολύτως αναγκαίος. ουσιαστικά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. ουσιαστικ(όν) -ός μτφρδ. γαλλ. substantial]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες