Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ορθοπεδική
2 εγγραφές [1 - 2]
ορθοπεδική η [orθopeδikí] & ορθοπαιδική η [orθopeδikí] Ο29 : (ιατρ.) κλάδος της ιατρικής, ο οποίος ασχολείται με τις βλάβες που εμφανίζονται στα συστήματα στήριξης (σκελετός, αρθρώσεις κτλ.) και κίνησης (τένοντες, μύες) του ανθρώπινου σώματος: Προληπτική / θεραπευτική ~. Εργαστήριο ορθοπεδικής.

[λόγ. < γαλλ. orthopédie < ortho- = ορθο- 1 + αρχ. παιδ- (παῖς δες στο παιδί) -ie = -ική `τέχνη της διόρθωσης ή της πρόληψης της σωματικής δυσμορφίας των παιδιών΄ (η ορθογρ. με ε κατά το γαλλ. πρότυπο ίσως και για να μη συνδέεται αποκλειστικά με τη θεραπεία παιδιών)]

ορθοπεδικός -ή -ό [orθopeδikós] & ορθοπαιδικός -ή -ό [orθopeδikós] Ε1 : α. που έχει σχέση με την ορθοπεδική: Ορθοπεδική εγχείρηση. Ορθοπεδικά εργαλεία / μηχανήματα. ~ κορσές. β. που είναι κατασκευασμένος σύμφωνα με την ανατομία του σώματος ή του μέλους, για το οποίο προορίζεται, και εξυπηρετεί θεραπευτικούς σκοπούς· (πρβ. ανατομικός): Ορθοπεδικό στρώ μα. Ορθοπεδικά παπούτσια.

[λόγ. < γαλλ. orthopédique < orthopéd(ie) = ορθοπεδ(ική), ορθοπαιδ(ική) -ique = -ικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες