Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: οργανόγραμμα
1 item total
οργανόγραμμα το [orγanóγrama] Ο49 : γραφική παράσταση της διάρθρωσης των οργάνων ενός οργανισμού, μιας επιχείρησης, μιας υπηρεσίας κτλ.

[λόγ. όργαν(ον)ΙI -ο- + -γραμμα κατά το διάγραμμα]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go