Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: οπλή
2 items total [1 - 2]
οπλή η [oplí] Ο29 : το νύχι των μονόχηλων ζώων: Οι οπλές του αλόγου / του γαϊδάρου.

[λόγ. < αρχ. ὁπλή]

οπληφόρος -α -ο [oplifóros] Ε4 : (ζωολ.) γενικός χαρακτηρισμός των θηλαστικών που έχουν οπλές.

[λόγ. οπλ(ή) -η- + -φόρος με συνδετικό φων. -η- αντί -ο- κατά τα νικηφόρος, κανηφόρος, ίσως για διάκρ. από το οπλοφόρος, μτφρδ. γερμ. Huftier]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go