Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- ομφαλοσκοπία η [omfaloskopía] Ο25 : 1α. μέθοδος με την οποία προσπαθούσαν να φτάσουν σε θρησκευτική έκσταση παρατηρώντας επί μεγάλο χρονικό διάστημα τον ομφαλό τους. β. μαντική μέθοδος που βασίζεται στην παρατήρηση του ομφάλιου λώρου· ομφαλομαντεία1β. 2. (μτφ.) η ομφαλοσκόπηση2.
[λόγ. ομφαλ(ός) -ο- + -σκοπία μτφρδ. αγγλ. omphalo skepsis < omphalo- < αρχ. ὀμφαλό(ς) + αρχ. σκέψις `κοίταγμα΄]



