Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: ομολογιούχος
1 item total
ομολογιούχος ο [omolojiúxos] Ο18 θηλ. ομολογιούχος [omolojiúxos] Ο35 : αυτός που έχει στην κατοχή του ομολογίες2.

[λόγ. ομολογί(α)2 + -ούχος· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go