Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: ομοίωση
1 item total
ομοίωση η [omíosi] Ο33 : μόνο στην έκφραση κατ΄ εικόνα και καθ΄ ~ / ομοίωσιν, για πολύ μεγάλη ομοιότητα.

[λόγ. < ελνστ. ὁμοίω(σις) -ση `ομοιότητα΄, αρχ. σημ.: `το να κάνεις κτ. όμοιο΄]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go