Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- οικοτεχνία η [ikotexnía] Ο25 : κλάδος του δευτερογενούς τομέα παραγωγής που λειτουργεί στα πλαίσια της κατοικίας μιας οικογένειας χρησιμοποιώντας την εργατική δύναμη των μελών της.
[λόγ. οικο- + -τεχνία κατά το βιοτεχνία]



