Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: οικοδέσποινα
1 item total
οικοδεσπότης ο [ikoδespótis] Ο10 θηλ. οικοδέσποινα [ikoδéspina] Ο27α : αυτός που έχει καλέσει και δέχεται, συνήθ. στο σπίτι του, άλλους ανθρώπους για γιορτή, δεξίωση κτλ.: Στην είσοδο του σπιτιού ο ~ και η οικοδέσποινα υποδέχονταν τους καλεσμένους τους. Γυναίκα που εκτελεί χρέη οικοδέσποινας.

[λόγ. < ελνστ. οἰκοδεσπότης, οἰκοδέσποινα (αρχ. οἴκων δεσπότης)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go