Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: ξορκίζω
1 item total
ξορκίζω [ksorkízo] -ομαι Ρ2.1 : 1.απομακρύνω, διώχνω τα κακά πνεύματα με ξόρκια ή με άλλα μαγικά μέσα: Για να ξορκίσουν το κακό μάτι. Ξορκίστηκε το κακό κι έφυγε από πάνω του. || Nα ξορκίσουμε το κακό παρελθόν / τις μνήμες του εμφυλίου. || (μππ. και ως ουσ.): Aυτά τα κάνανε εκείνοι οι ξορκισμένοι, οι καταραμένοι. ΦΡ ξορκισμένο(ς) να ΄ναι (με τον απήγανο), για κτ. που απευχόμαστε ή για κπ. που μας είναι εξαιρετικά ανεπιθύμητος. 2. (οικ.) εξορκίζω1: Σε ~ να μην το κάνεις.

[μσν. ξορκίζω < ελνστ. ἐξορκίζω (αποβ. του αρχικού άτ. φων.), αρχ. σημ.: `επιβάλλω όρκο σε κπ.΄]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go