Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ξιφιός
1 εγγραφή
ξιφιός ο [ksifxós] Ο17 : (οικ.) ο ξιφίας.

[μσν. ξιφιός < αρχ. ξιφίας με αποφυγή της χασμ. και μεταπλ. -ός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες