Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ξιφίας ο [ksifías] Ο3 : μεγάλο ψάρι με ατρακτοειδές σώμα, λείο δέρμα και χαρακτηριστικό μακρύ ρύγχος που μοιάζει με ξίφος και που το ψαρεύουν για το νόστιμο κρέας του.
[λόγ. < αρχ. ξιφίας]