Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ξηραίνω
1 εγγραφή
ξηραίνω [ksiréno] -ομαι Ρ7.1 : (λόγ.) ξεραίνω.

[λόγ. < αρχ. ξηραίνω (σύγκρ. ξεραίνω)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες