Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ξεγυμνώνω [ksejimnóno] -ομαι Ρ1 : 1α.γυμνώνω κπ. εντελώς: Ξεγυμνώθηκε και έπεσε στη θάλασσα. Ξεγύμνωσε τα μπράτσα του. || ντύνω κπ. με πολύ ελαφρά ρούχα, αφήνοντας ακάλυπτα τα περισσότερα μέρη του σώματος: Tο ξεγύμνωσες το παιδί και θα κρυώσει. Tο καλοκαίρι ξεγυμνώνονται οι γυναίκες. β. (οικ.) ληστεύω κπ. ή κτ.: Tου ξεγύμνωσαν το σπίτι οι λωποδύτες, το άδειασαν. || Οι κατακτητές ξεγύμνωσαν τα μουσεία, τα απογύμνωσαν. 2. (μτφ., προφ.) αποκαλύπτω τις κρυφές προθέσεις, τις αδυναμίες και τα ελαττώματα κάποιου· ξεβρακώνω2.
[μσν. ξεγυ μνώνω < ελνστ. ἐκγυμν(ῶ) -ώνω (ἐκ- > ξε-)]