Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: ξένον
1 item total
ξένον το [ksénon] & ξένο το [kséno] Ο40 (χωρίς πληθ.) : χημικό στοιχείο, που ανήκει στα ευγενή αέρια.

[λόγ. < αγγλ. xenon < ουσιαστικοπ. ουδ. του αρχ. επιθ. ξένος `παράξενος΄· προσαρμ. στη δημοτ. με αποβ. του τελικού [n] ]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go