Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: νυχτερινός
1 εγγραφή
νυχτερινός -ή -ό [nixterinós] Ε1 : 1α.που γίνεται ή που συμβαίνει τη νύχτα ή τις πρώτες νυχτερινές ώρες: Nυχτερινή βάρδια / παράσταση / πτήση. Nυχτερινές διασκεδάσεις. Nυχτερινή συμπλοκή. β. που λειτουργεί τη νύχτα ή τις βραδινές ώρες: Nυχτερινό τρένο / κέντρο διασκέδασης / σχολείο. || (ως ουσ.) το νυχτερινό, νυχτερινό σχολείο: Φοιτά / πηγαίνει σε νυχτερινό. γ. για κτ. που το χρησιμοποιούν τη νύχτα: Nυχτερινό τιμολόγιο / ρεύμα. δ. που έχει σχέση με τη νύχτα ή που παρουσιάζεται τη νύχτα: Nυχτερινή ώρα / ησυχία. Nυχτερινό κρύο. ~ ύπνος. Nυχτερινά όνειρα. ε. που εργάζεται τη νύχτα: ~ φύλακας. Nυχτερινή νοσοκόμα. || (ως ουσ.) η νυχτερινή, νυχτερινή νοσοκόμα. 2. (ως ουσ., μουσ.) το νυχτερινό, κομμάτι για πιάνο ή για ορχήστρα με μελαγχολικό και ονειροπόλο χαρακτήρα: Tα νυχτερινά του Σοπέν.

[αρχ. νυκτερινός με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες