Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- ντοκουμέντο το [dokuménto] Ο39 : καθετί που μπορεί να χρησιμεύσει ως αποδεικτικό στοιχείο ή ως ιστορική πηγή, κυρίως επίσημα έγγραφα και γραπτές μαρτυρίες αλλά και φωτογραφικό ή κινηματογραφικό υλικό, διάφορα αντικείμενα κτλ.: Hχητικά ντοκουμέντα, δίσκοι, κασέτες κτλ.
[ιταλ. documento]



