Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: νοσηλεύω
1 item total
νοσηλεύω [nosilévo] -ομαι Ρ5.1, Ρ5.2 : παρέχω σε άρρωστο τα θεραπευτικά μέσα και τις φροντίδες που έχει ανάγκη: Ένα μικρό νοσοκομείο δεν έχει τη δυνατότητα να νοσηλεύσει πολλούς ασθενείς. Tον νοσήλευσαν οι καλύτεροι γιατροί. Nοσηλεύεται σε ιδιωτική κλινική / στο σπίτι.

[λόγ. < αρχ. νοσηλεύω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go