Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: νιγηριανός
1 εγγραφή
νιγηριανός -ή -ό [nijirianós] Ε1 : 1.που ανήκει ή που αναφέρεται στη Nιγηρία ή στους κατοίκους της ή προέρχεται από αυτή ή από αυτούς: Nιγηριανή κυβέρνηση / πρωτεύουσα. 2. (ως ουσ.) ο Nιγηριανός, θηλ. Nιγηριανή, ο κάτοικος της Nιγηρίας. || (ως επίθ.): Nιγηριανοί διπλωμάτες.

[λόγ. Nιγηρί(α) -ανός < αγγλ. Niger(ia) -ία (ορθογρ. δαν.)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες