Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: νεοναζιστής
1 εγγραφή
νεοναζιστής ο [neonazistís] Ο7 θηλ. νεοναζίστρια [neonazístria] Ο27 : οπαδός του νεοναζισμού· νεοναζί.

[λόγ. < γερμ. Neonazist (Neo- = νεο-, -ist = -ιστής)· λόγ. νεοναζισ(τής) -τρια]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες