Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: νεοναζισμός
1 item total
νεοναζισμός ο [neonazizmós] Ο17 : ιδεολογικοπολιτικό κίνημα που αναπτύχθηκε, μετά το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, σε κράτη της δυτικής Ευρώπης και που προσπαθεί να αναβιώσει το πνεύμα του ναζισμού.

[λόγ. < γερμ. Neonazismus < Neonaz(i) = νεοναζ(ί) -ismus = -ισμός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go