Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: νεκροκρέβατο
1 εγγραφή
νεκροκρέβατο το [nekrokrévato] Ο41 : (παρωχ., λογοτ.) φέρετρο.

[μσν. νεκροκρέβατον < νεκρο- + κρεβάτ(ι) -ον]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες