Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ναρκώνω
1 εγγραφή
ναρκώνω [narkóno] -ομαι Ρ1 : 1α.προκαλώ σε κπ. νάρκωση· κοιμίζω: Nάρκωσαν τον άρρωστο για να τον χειρουργήσουν. || αναισθητοποιώ ένα μέλος ή τμήμα του σώματος. β. προκαλώ σε κπ. νάρκη, του φέρνω τάση για βαρύ ύπνο: Nαρκωμένος από τη μεγάλη ζέστη. 2. (μτφ.) κάνω κτ. να λειτουργεί υποτονικά: H ομορφιά και η ποικιλία στη φύση ξυπνούν τις ναρκωμένες αισθήσεις μας.

[λόγ. < αρχ. ναρκ(ῶ) `κάνω κτ. να μουδιάσει΄ -ώνω & σημδ. γαλλ. narcotiser]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες