Dictionary of Standard Modern Greek
1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- νάιλον το [náilon] Ο (άκλ.) : συνθετική ύλη με την οποία κατασκευάζουν υφαντικές ίνες και αντικείμενα καθημερινής χρήσης: Εσώρουχα / χτένα από ~. || (ως επίθ.): ~ κάλτσες / τραπεζομάντιλα.
[αγγλ. nylon]