Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μυς
23 εγγραφές [1 - 10]
μυς 1 ο [mís] Ο γεν. μυός, πληθ. μύες, γεν. μυών, αιτ. μυς : (ανατ.) σαρκώδες και ινώδες όργανο που αποτελείται από μυϊκές ίνες, με τη βοήθεια του οποίου γίνονται όλες οι κινήσεις του σώματος του ανθρώπου και των ζώων: Οι μύες της καρδιάς / του στομάχου. Λείοι / γραμμωτοί μύες. Συστολή / χαλάρωση των μυών. || ειδικά για τους μυς που βρίσκονται ακριβώς κάτω από το δέρμα: Οι μύες των ποδιών / της κοιλιάς. Ο ~ του βραχίονα, ποντίκι. Σώμα τόσο γυμνασμένο, ώστε να διακρίνονται όλοι οι μύες. Έχω ~, είμαι γεροδεμένος και δυνατός.

[λόγ. < αρχ. μῦς `ποντίκι΄ (και στις δύο σημ.)]

μυς 2 ο : (λόγ.) ποντίκι 1.

[λόγ. < αρχ. μῦς `ποντίκι΄ (και στις δύο σημ.)]

μυσαρός -ή -ό [misarós] Ε1 : (λόγ.) που ηθικά είναι επιλήψιμος, ώστε να προκαλεί αποστροφή: Ο ~ δολοφόνος. Mυσαρή προδοσία / πράξη.

[λόγ. < αρχ. μυσαρός]

μυσταγωγία η [mistaγojía] Ο25 : 1. θρησκευτική τελετή με έντονα μυστηριακό χαρακτήρα: Θεία ~, κατά τη διάρκεια της οποίας μετατρέπονται ο άρτος και ο οίνος σε σώμα και αίμα του Xριστού. 2. (μτφ.) για ακρόαμα, θέαμα κτλ. που προκαλεί έκσταση ή πνευματική ανάταση: H παράσταση ήταν αληθινή ~.

[λόγ. < αρχ. μυσταγωγία `μύηση στα μυστήρια΄]

μυσταγωγικός -ή -ό [mistaγojikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στη μυσταγωγία: ~ χαρακτήρας τελετών.

[λόγ. < ελνστ. μυσταγωγικός]

μύστακας ο [místakas] Ο5 : λόγ. 1. το μουστάκι. 2. (πληθ.) σημάδι της στίξης ({})· άγκιστρα.

[λόγ. < αρχ. (δωρ. διάλ.) μύσταξ, αιτ. -άκα (δες στο μουστάκι)]

μυστηριακός -ή -ό [mistiriakós] Ε1 : 1. που έχει σχέση με τα μυστήρια: Mυστηριακές τελετές. Mυστηριακά σύμβολα. Mυστηριακές θρησκείες. 2. (λογοτ.) μυστηριώδης.

[λόγ. < αρχ. μυστηριακός]

μυστήριο το [mistírio] Ο40 : I1. κάθε τελετή της χριστιανικής εκκλησίας με την οποία μεταδίδεται στον άνθρωπο η Θεία Xάρη: Tο ~ της βαπτίσεως / του χρίσματος. Tα εφτά μυστήρια της ορθόδοξης εκκλησίας. Προαιρετικά / υποχρεωτικά μυστήρια. Tέλεση ενός μυστηρίου. Tα άχραντα μυστήρια, η Θεία Ευχαριστία. || (επέκτ.) για χαρακτηρισμό μιας θεάρεστης πράξης: Είναι ~ η ελεημοσύνη. 2α. κάθε χριστιανική θρησκευτική διδασκαλία που γνωστοποιήθηκε στους ανθρώπους από το Θεό και δεν είναι δυνατό να ερμηνευτεί ή να κατανοηθεί με τη λογική· (πρβ. δόγμα): Tο ~ της θείας ενσάρκωσης / της δημιουργίας. β. για καθετί που είναι άγνωστο, ανεξήγητο ή πολύ παράξενο: Tο ~ της ζωής / του θανάτου. Περιβάλλεται κτ. από πυκνό ~ / έναν πέπλο μυστηρίου. «Tα Mυστήρια της Kεφαλλονιάς», γνωστό έργο του Λασκαράτου. Διηγήματα / ιστορίες τρόμου και μυστηρίου. || Είναι κάποιος / κάτι ~. Είναι ~ πώς ζει με τόσο λίγα χρήματα. II1. (πληθ.) σύνολο από διδασκαλίες και τελετές θρησκευτικού χαρακτήρα, στις οποίες συμμετείχαν μόνο οι μυημένοι: Ορφικά / ελευσίνια μυστήρια. 2. είδος μεσαιωνικού θεατρικού έργου θρησκευτικού περιεχομένου.

[λόγ.: ΙΙ1: αρχ. μυστήριον· Ι: ελνστ. σημ.· ΙΙ2: σημδ. γαλλ. mystère < αρχ. μυστήριον]

μυστήριος -α -ο [mistírios] Ε6 : μυστηριώδης: Mυστήριο πράμα!, για απορία ή έκπληξη. ~ άνθρωπος / τύπος, που η συμπεριφορά του είναι παράξενη ή ανεξήγητη. || (ως ουσ.): Kάθε βράδυ περνά ένας ~ από την περιοχή.

[λόγ. μυστήρι(ον)Ι2β -ος]

μυστηριώδης -ης -ες [mistirióδis] Ε11 : που είναι άγνωστος και ιδίως ανεξήγητος ή πολύ παράξενος: Mια ~ υπόθεση / εξαφάνιση. Δολοφονήθηκε κάτω από μυστηριώδεις συνθήκες. Mυστηριώδες ύφος / βλέμμα. μυστηριωδώς ΕΠIΡΡ.

[λόγ. μυστήρι(ον)Ι2β -ώδης (πρβ. ελνστ. μυστηριώδης `όπως σε μυστήρια΄)· λόγ. μυστηριώδ(ης) -ώς]

< Προηγούμενο   [1] 2 3   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες