Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μυρωδιά
1 εγγραφή
μυρωδιά η [miroδjá] Ο24 : 1. ό,τι εκπέμπεται από τα διάφορα υλικά σώματα, ερεθίζει το αισθητήριο της όσφρησης και δημιουργεί έτσι το αντίστοιχο αίσθημα· οσμή: H ~ του φρεσκοψημένου ψωμιού / του καμένου φαγητού / των χαλασμένων τροφών. ΦΡ παίρνω ~ κπ. / κτ., αντιλαμβάνομαι: Ο φύλακας πήρε ~ τον κλέφτη και τον κυνήγησε. α. δυσάρεστη μυρωδιά· (πρβ. βρόμα, μπόχα): H ~ του βόθρου. Άνοιξε το παράθυρο της κουζίνας για να φύγουν οι μυρωδιές. β. ευχάριστη μυρωδιά· (πρβ. ευωδιά, άρωμα): H ~ του λεμονιού. Οι μυρωδιές της άνοιξης. 2. (μτφ.) για μικρή ποσότητα: Δεν της έδωσαν ούτε ~ από το ψητό. || Aς πάρουμε κι εμείς μια ~ από Λατινικά, γεύση. (έκφρ.) για ~: Έφαγαν όλο το αρνί και δε μας άφησαν ούτε για ~.

[μσν. μυρωδία με συνίζ. για αποφυγή της χασμ. < ελνστ. μυρώδ(ης) `αρωματισμένος΄ -ιά]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες