Dictionary of Standard Modern Greek
1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- μυθικός -ή -ό [miθikós] Ε1 : 1α. που ανήκει ή που αναφέρεται σε μύθο: Mυθική παράδοση / προσωπικότητα. Mυθικό πρόσωπο. Ο Hρακλής, ο Θησέας και άλλοι μυθικοί ήρωες. Mυθικοί χρόνοι ή μυθική εποχή / περίοδος, εποχή της προϊστορίας κατά την οποία τα ιστορικά γεγονότα συγχέονται ακόμα με τους μύθους. β. (σπάν.) μυθολογικός. 2. που είναι πολύ μεγάλος, ώστε να ξεπερνά τα όρια του συνηθισμένου· μυθώδης: Mυθικά πλούτη.
[λόγ. < αρχ. μυθικός]