Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: μπιστικός
1 item total
μπιστικός ο [bistikós] & πιστικός ο [pistikós] Ο17 : (λαϊκότρ.) μισθωτός τσομπάνος.

[μσν. μπιστικός (στη νέα σημ.) < ελνστ. πιστικός `πιστός, έμπιστος΄ (ηχηροπ. του αρχικού [p > b] από συμπροφ. με το άρθρο στην αιτ. [ton-p > tomb > tom-b] )]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go