Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: μπατάρω
1 item total
μπατάρω [batáro] Ρ6α μππ. μπαταρισμένος : (ιδ. για βάρκα ή πλοίο) 1. γέρνω προς τη μια πλευρά και ανατρέπομαι: Mπατάρισε το πλοίο από την καταιγίδα. 2. κάνω κτ. να μπατάρει, να ανατραπεί: Φύσηξε δυνατός άνεμος και μπατάρισε τη βάρκα.

[τουρκ. batar `βουλιάζω΄ ]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go