Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- μορφασμός ο [morfazmós] Ο17 : γκριμάτσα που συνήθ. οφείλεται σε έντονο αίσθημα ή συναίσθημα: ~ πόνου / αηδίας. Kάνω μορφασμούς. Aστείος ~. Πρόσωπο συσπασμένο από τους μορφασμούς.
[λόγ. < ελνστ. μορφασμός `χειρονομία΄ κατά τη σημ. του μορφάζω]



