Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μοναχισμός ο [monaxizmós] Ο17 : σύνολο ιδεών, κανόνων και πρακτικών που αφορούν τη ζωή των μοναχών: Tο πνεύμα / οι κανόνες του μοναχισμού. Aκμή του μοναχισμού κατά τους βυζαντινούς χρόνους.
[λόγ. < μσν. μοναχισμός < ουσ. μοναχ(ός) -ισμός]