Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: μισθωτής
1 item total
μισθωτής ο [misθotís] Ο7 θηλ. μισθώτρια [misθótria] Ο27 : (νομ.) αυτός που παίρνει ένα αγαθό με μίσθωση. ANT εκμισθωτής. || (για ακίνητο) ενοικιαστής: Ο ~ μετά τη λήξη της μίσθωσης υποχρεούται να επανορθώσει τις βλάβες που προκάλεσε στο μίσθιο.

[λόγ. < αρχ. μισθωτής· λόγ. μισθω(τής) -τρια]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go