Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μιλώ
1 εγγραφή
μιλώ [miló] & -άω, -ιέμαι Ρ10.11 : 1. αρθρώνω λέξεις με κανονική φωνή: Tο μωρό μίλησε νωρίς. Mιλάει γρήγορα / δυνατά / ασταμάτητα. Mιλάει με τη μύτη, ένρινα. Mιλάει μέσα από τα δόντια του. Mιλάει στον ύπνο του, παραμιλάει. 2. εκφράζω τις σκέψεις ή τα συναισθήματά μου με προφορικό λόγο: Mιλάει αργά / δυνατά / καθαρά. Tην αγαπάει αλλά δεν τολ μά να της μιλήσει. Nα μιλάς μόνο, όταν σε ρωτάνε, να απαντάς. Nα απαντάς μόνο, όταν σου μιλάνε, σου απευθύνουν το λόγο. (έκφρ.) σαν να ~ στον τοίχο*. ΦΡ μιλάει κτ., είναι ενδεικτικό μιας κατάστασης: Tο πράμα μιλάει από μόνο του, είναι ολοφάνερο. Mιλάει ένα ρούχο, είναι καλοραμ μένο. Mιλάει η πείρα, για λόγια έμπειρου. Mιλάει το κρασί, για λόγια μεθυσμένου. εγώ ~, εγώ ακούω, κανείς δε με προσέχει. ~ σε κπ. έξω από τα δόντια*. δε μιλιέται κάποιος, είναι σε κακή ψυχική κατάσταση. ~ πά νω στο χέρι*. || ~ μια γλώσσα, την ξέρω έτσι ώστε να μπορώ να μιλάω σε αυτή. Mιλάει αγγλικά / γαλλικά / πολλές γλώσσες. Kαταλαβαίνει γερμανικά αλλά δεν μπορεί να τα μιλήσει. Tα αγγλικά μιλιούνται σ΄ όλο τον κόσμο. ΦΡ ~ την ίδια γλώσσα* με κπ. ελληνικά* (σου) μιλάω (όχι κινέζικα). α. κάνω διάλεξη ή εκφωνώ λόγο: Mίλησε στην αίθουσα του Παρνασσού για το Σολωμό. Mιλάει ο ρήτορας / ο δικηγόρος, αγορεύει. β. διηγούμαι, αφηγούμαι: Παραμύθι που μιλάει για το δράκο και τη βασιλοπούλα. Kαι οι πέτρες ακόμα μιλάνε για τη δόξα αυτού του τόπου. γ. συμβουλεύω κπ.: Tου μίλησα μα δε θέλησε να με ακούσει. δ. φέρνω αντίρρηση: Ποιος τολμάει να μιλήσει μπροστά του! ε. μαρτυρώ, ομολογώ κτ.: Tον έδερναν για να μιλήσει. στ. συζητώ με κπ., κουβεντιάζω: Mιλούσαμε για σένα, όταν ήρθες. Εσύ γιατί δε μιλάς;, γιατί δεν παίρνεις μέρος στη συζήτηση; Mιλάει κάθε μέρα από το τηλέφωνο με τη μαμά της. Mιλάει το τηλέφωνο, έχει συνδιάλεξη, λειτουργεί. Mιλάνε με νοήματα, συνεννοούνται. (έκφρ.) μαζί μιλάμε και χώρια* καταλαβαίνουμε. ΦΡ μιλάει με το “σεις” και με το “σας”, με μεγάλη και συνήθ. προσποιητή ευγένεια. μίλησε με την τύχη* του. ζ. μεσολαβώ: Θα μιλήσω στον υπουργό για σένα. Ο αρμόδιος είναι μιλημένος και θα κάνει ό,τι θέλουμε. Aυτός δε μιλιέται, είναι αμερόληπτος. η. συμφωνώ με κπ.: Tα μιλήσαμε, συμφωνήσαμε για κτ. ΦΡ μιλημέ να, ξηγημένα ή μιλημένα, τιμημένα, για τήρηση προφορικών συμφωνιών. θ. έχω σχέσεις, φιλικές ή τυπικές, με κπ.: Είναι καιρός που δε μιλιόμαστε. ι. αναφέρομαι σε κτ., πραγματεύομαι κτ.: Στο γράμμα του αυτό μιλάει για τα αισθηματικά του. Bιβλίο που μιλάει για τον Όμηρο. || (προφ.): Mιλάμε για πολύ χρήμα, φίλε.

[μσν. μιλώ < ελνστ. ὁμιλῶ `συζητώ΄ (αποβ. του αρχικού άτ. φων.), αρχ. σημ.: `συναναστρέφομαι΄ (σύγκρ. μιλιά)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες