Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μηχανουργός
1 εγγραφή
μηχανουργός ο [mixanurγós] Ο17 : τεχνίτης ή τεχνικός ειδικός στη μηχανουργία.

[λόγ. < μσν. μηχανουργός `τεχνίτης΄ < μηχανουργ(ία) -ός (αναδρ. σχημ.)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες