Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: μετεωρολογικός
1 item total
μετεωρολογικός -ή -ό [meteorolojikós] Ε1 : που έχει σχέση με τη μετεωρολογία: ~ σταθμός / χάρτης / δορυφόρος. Mετεωρολογικές έρευνες. Εθνική Mετεωρολογική Yπηρεσία. Mετεωρολογικό δελτίο.

[λόγ. < γαλλ. météorologique < météorolog(ie) = μετεωρολογ(ία) -ique = -ικός (πρβ. ελνστ. μετεωρολογικός `εξασκημένος στη μετεωρολογία΄)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go