Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- μετεωρίζω [meteorízo] -ομαι Ρ2.1 : (συνήθ. παθ.) κάνω κτ. να αιωρείται: Mετεωρίζεται το πουλί / η ομίχλη. || (επέκτ.): Mετεωρίζεται η σκέψη / η φαντασία κάποιου.
[λόγ. < αρχ. μετεωρίζω]



