Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μεταρρυθμίζω
1 εγγραφή
μεταρρυθμίζω [metariθmízo] -ομαι Ρ2.1 : προκαλώ αλλαγές σε κτ., συνήθ. επιδιώκοντας να το κάνω καλύτερο.

[λόγ. < αρχ. μεταρρυθμίζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες