Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: μετέχω
1 item total
μετέχω [metéxo] Ρ πρτ. μετείχα, (λόγ.) αόρ. γ' πρόσ. μετέσχε, μετέσχον, απαρέμφ. μετάσχει : παίρνω μέρος σε κτ· συμμετέχω: Στο συνέδριο μετέχουν επίσης και τοπικοί φορείς.

[λόγ. < αρχ. μετέχω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go